φανερόφιλος

Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, open friend, opp. φανερομισής, Arist.EN1124b27.

German (Pape)

[Seite 1254] offen in der Liebe, Freundschaft, ein offener, unverhohlener Freund, Ggstz von φανερόμισος, Arist. eth. Nicom. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ouvertement ami, ami déclaré.
Étymologie: φανερός, φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φᾰνερόφῐλος: откровенно дружеский Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰνερόφῐλος: -ον, ὁ φανερῶς ἀγαπῶν, φανερὸς φίλος, πρβλ. φανερόμισος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα φιλικά αισθήματα για κάποιον είναι έκδηλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + φίλος (πρβλ. χρηστό-φιλος)].

Greek Monotonic

φᾰνερόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά φανερά ανοιχτός φίλος, σε Αριστ.

Middle Liddell

φᾰνερό-φῐλος, ον,
openly loving, an open friend, Arist.