φανερομισής

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερομῑσής Medium diacritics: φανερομισής Low diacritics: φανερομισής Capitals: ΦΑΝΕΡΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: phaneromisḗs Transliteration B: phaneromisēs Transliteration C: faneromisis Beta Code: faneromish/s

English (LSJ)

φανερομισές (v.l. φανερόμισος, ον), openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.

Greek Monolingual

-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεομισής].