finance
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
substantive
money-making: P. χρηματισμός, ὁ.
state finance: P. διοίκησις, ἡ.
verb transitive
Use P. χρήματα πορίζειν (or mid.) (dat.), δαπάνην πορίζειν (or mid.) (dat.).