χρηματισμός

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτισμός Medium diacritics: χρηματισμός Low diacritics: χρηματισμός Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chrēmatismós Transliteration B: chrēmatismos Transliteration C: chrimatismos Beta Code: xrhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A negotiation, giving audience to ambassadors, Plb.28.16.10 (pl.); ἐποιεῖτο τὸν χ. καὶ τοὺς λόγους ib.16.4, cf. Vett.Val.63.20(pl.).
2 decree or ordinance, made by a sovereign or some public authority, D.S.1.64,70 (but χ. στρατηγῶν business introduced by the generals, Decr.Del. ap. J.AJ14.10.14); decision on a case or petition, UPZ25.2 (ii B. C.), OGI139.18(pl., Philae, ii B. C.), etc.
3 administration of justice by χρηματισταί, PCair.Zen.513 (iii B. C.).
4 any public instrument or document, D.S.14.13, Supp.Epigr.3.367.34 (Lebad., ii B.C.), LXX 2 Ma.11.17; public records, PEnteux.22.9 (iii B. C.), PPar.65.15 (ii B. C.), Chron.Lind.A.7 (pl.), Supp.Epigr.3.674.32 (Rhodes, ii B. C.).
b generally, deed, legal instrument, Arch.Pap.4.130iii 41 (ii A. D.), etc.; δημόσιος χ. notarial instrument, Mitteis Chr.200.9 (iii A. D.), etc.: pl., ib.192.35 (Edict of Mettius Rufus, i A. D.); τῶν δούλων τοὺς χ. the title-deeds referring to the slaves, PUniv.Giss.20.8 (ii A. D.).
5 oracular response, divine injunction or warning, LXX 2.Ma.2.4, Ep.Rom.11.4, Artem.1.2, Vett.Val.1.7, PMag.Par.1.2206.
II (from Med.) doing business for one's own gain, money-making, freq. in Pl., ἀμελήσας χρηματις μοῦ καὶ οἰκονομίας Ap.36b; ἰάτρευσις καὶ ὁ ἄλλος χ. R. 357c; χ. διὰ βαναυσίας καὶ τόκων Lg.743d; ὁ ἐκ γῆς χ. ib. 949e: pl., R.465c, Lg.741e, Isoc.3.50; χρηματισμός, οὐ λῃτουργία γέγονεν ἡ τριηραρχία D.21.167.
III later, appellation, title, designation, SIG739.2 (Delph., i B. C.), D.L.1.48 (pl.); use of a name or designation, Arch.Pap.4.122v7 (ii A. D.); simply, name, Dosith.p.382K.
IV 'affair', χ. εὔχρηστος (of σπάργανα) Sor.1.111 (sed leg. σχημ-.)

German (Pape)

[Seite 1374] ὁ, 1) Besorgung, Betreibung eines Geschäfts, sowohl eines Handels-, als eines Staatsgeschäfts, Verwaltung öffentlicher Angelegenheiten, eines Staatsamtes, Berathschlagung, Audienzertheilung; αἱ ἐντεύξεις τῶν πρεσβειῶν καὶ οἱ χρηματισμοί Pol. 28, 14, 10, u. öfter, das Erteilen einer Antwort, vgl. Ath. 549 d; auch Entscheiden od. Rechtsprechen, οἱ χρηματισμοί, schriftliche Verhandlungen, Dokumente, Aktenstücke, D. Sic. 14, 13. – 2) vom med., Beschäftigung, um Vermögen zu erwerben, Erwerb, Gewerbe, bes. Handel; ἰάτρευσις καὶ ὁ ἄλλος χρηματισμός Plat. Rep. II, 357 c; ἀμελήσας χρηματισμοῦ καὶ οἰκονομίας Apol. 36 b; Gewinn, Gewinnsucht, μήτ' αὖ χρηματισμὸν πολὺν διὰ βαναυσίας καὶ τόκων Legg. V, 743 d; πλὴν τὸν ἐκ τῆς γῆς χρηματισμόν XII, 949 e; Isocr. 3, 50; Dem. 21, 167 u. sonst; Pol. 6, 56, 1. – 3) bei Sp. Amtstitel, Name, D. L. 1, 48. – Vgl. χρηματίζω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de faire des affaires pour gagner de l'argent ; particul. action de faire du commerce, commerce, trafic ; gain.
Étymologie: χρηματίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρημᾰτισμός:
1 переговоры, совещание: αἱ ἐντεύξεις τῶν πρεσβειῶν καὶ οἱ χρηματισμοί Polyb. ведение переговоров с послами;
2 судебное решение или разбирательство Diod.;
3 pl. общественные дела: οὐ τὰ περὶ τοὺς χρηματισμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ περὶ τὴν καθ᾽ ἡμέραν διαγωγήν Diod. вопросы не только общественно-государственного порядка, но и повседневно-бытовые;
4 письменный акт, свидетельство, документ Diod.;
5 тж. pl. извлечение доходов (ἐκ τῆς γῆς Plat.);
6 поиски заработков или погоня за наживой (χ. καὶ οἰκονομία Plat.): τὰ περὶ τοὺς χρηματισμοὺς ἔθη Polyb. торговые нравы;
7 звание, наименование, титул, Diog. L.;
8 указание свыше (τί λέγει ὁ χ.; NT).

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτισμός: ὁ, διαπραγματεύσεις πρὸς πρέσβεις, Πολύβ. 28. 14, 10· χρ. ἐποιεῖτο καὶ τοὺς λόγους αὐτόθι 16, 4. 2) διάταγμα βασιλικὸν ἢ δημοσίας ἀρχῆς, Διόδ. 1. 64, 70, Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 14· δημόσιον ἔγγραφον οἱονδήποτε, Διόδ. 14. 13, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 17). 3) ἀπάντησις μαντικὴ ἢ χρησμοῦ, θεία ἐντολὴ ἢ διαταγὴ, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 4), πρ. Ρωμ. ια΄, 4. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) τὸ ἐργάζεσθαι πρὸς ἴδιον ὄφελος, τὸ χρηματίζεσθαι, κτᾶσθαι χρήματα, χρημάτων συλλογή, συχν. παρὰ Πλάτ., ἀμελήσας χρηματισμοῦ καὶ οἰκονομίας Ἀπολ. 36Β· ἰάτρευσις καὶ ὁ ἄλλος χρ. Πολ. 357C· χρ. διὰ βαναυσίας καὶ τόκων Νόμ. 743D· ὁ ἐκ γῆς χρ. αὐτόθι 949Ε ἐν τῷ πληθ., Πολ. 465C, Νόμ. 741Ε. 2) κέδος, ὄφελος, Ἰσοκρ. 37Β· χρ., οὐ λειτουργία γέγονεν ἡ τριηραρχία Δημ. 568. 18. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., κλῆσις, προσωνυμία, ἐπώνυμον, ὄνομα, Διογ. Λαέρτ. 1, 48. IV. ἐποχή, χρονικὴ περίοδος, Βυζ.

Spanish

oráculo, respuesta divina

English (Strong)

from χρηματίζω; a divine response or revelation: answer of God.

English (Thayer)

χρηματισμοῦ, ὁ (χρηματίζω, which see), a divine response, an oracle: Diodorus 1,1; 14,7; Clement of Rome, 1 Corinthians 17,5 [ET]; (cf. Artemidorus Daldianus, oneir. 1,2, p. 8; Suicer, Thesaurus under the word (vol. 2, Colossians 1532)); in various other senses in the Greek writings from Xenophon, and Plato down.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χρηματίζω, -ομαι]
πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα
μσν.
1. εποχή, χρονική περίοδος
2. προνόμιο
αρχ.
1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων
2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν πρέσβεων καὶ οἱ χρηματισμοί», Πολ.)
3. διάταγμα βασιλικό ή άλλης αρχής
4. κάθε δημόσιο έγγραφο
5. απόφαση δικαστηρίου
6. απάντηση μαντείου, χρησμός
7. (στην ΠΔ και την ΚΔ) θεία εντολή
8. ενασχόληση που αποσκοπεί στην πρόσκτηση χρημάτων
9. ονομασία
10. τιμητική προσηγορία.

Greek Monotonic

χρημᾰτισμός: ὁ (χρηματίζω
I. μαντική απάντηση, θεία εντολή ή διαταγή, σε Καινή Διαθήκη
II. (από Μέσ.), το να αποκτάς χρήματα, σε Πλάτ.· κέρδος, όφελος, σε Δημ.

Middle Liddell

χρηματίζω
I. an oracular response, divine warning, NTest.
II. (from Mid.) money making, Plat.: gain, profit, Dem.

Chinese

原文音譯:crhmatismÒj 赫雷馬提士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:使用
字義溯源:神的回話,啓示,神聖回應;源自(χρηματίζω)=發表神諭),而 (χρηματίζω)出自(χρῆμα)*=有用,需用)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 神的回話(1) 羅11:4

English (Woodhouse)

money making, money-making

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

oráculo, respuesta divina ἐπὶ χρηματισμοῦ· εἰς φύλλον δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente P IV 2205

Translations

decree

Arabic: أَمْر‎, مَرْسُوم‎; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان‎; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman