καρτέρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A bearing patiently, patience, Id.La.193d: in plural, Id.Lg.637b.
2 c. gen., patient endurance of a thing, αἱ τοῦ Χειμῶνος κ. Id.Smp.220a; αἱ κ. τῶν ἀλγηδόνων Id.Lg.633b.
German (Pape)
[Seite 1330] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de supporter avec patience ou courage ; abs. persévérance.
Étymologie: καρτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρτέρησις -εως, ἡ [καρτερέω] volharding; ook met gen.: ἡ τοῦ χειμῶνος κ. het bestand zijn tegen de winterkou Plat. Smp. 220a.
Russian (Dvoretsky)
καρτέρησις: εως ἡ твердость, стойкость, упорство (τόλμα καὶ κ. Plat.): αἱ καρτερήσεις τῶν ἀλγηδόνων Plat. стойкое перенесение боли; κ. τοῦ χειμῶνος Plat. умение переносить стужу.
Greek Monotonic
καρτέρησις: -εως, ἡ,
1. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση, σε Πλάτ.
2. με γεν., υπομονετική αντοχή σε κάτι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
καρτέρησις: -εως, ἡ τὸ καρτερεῖν, καρτερία, Πλάτ. Λάχ. 193D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Β.
2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι μετὰ καρτερίας, τοῦ χειμῶνος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220Α· τῶν ἀλγηδόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 633Β.
Middle Liddell
καρτέρησις, εως [from καρτερέω
1. a bearing patiently, patience, Plat.
2. c. gen. patient endurance of a thing, Plat.
English (Woodhouse)
endurance, patience, perseverance, persistence, resolution, steadfastness, stead-fastness