υπομονή
Greek Monolingual
η / ὑπομονή, ΝΑ ὑπομένω
ιδιότητα ή κατάσταση του υπομονητικού, εγκαρτέρηση
2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (ειδικότερα) η ιδιότητα αυτού που έχει τη δύναμη να περιμένει, που δεν βιάζεται («έκανε υπομονή πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου να διοριστεί»)
2. συνεκδ. ήρεμη θυμική κατάσταση και ψυχραιμία («θαυμάζω την υπομονή του δασκάλου μας στα όσα του κάνουμε»)
3. φρ. α) «έχω [ή κάνω] υπομονή» — δείχνω καρτερικότητα
β) «χάνω την υπομονή μου» — αγανακτώ
4. παροιμ. φρ. «ιώβεια υπομονή» — πολύ μεγάλη υπομονή, όπως αυτή που έδειξε ο Ιώβ
αρχ.
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα του υπομένω, η προς τα πίσω παραμονή
2. (με αρνητική σημ.) ισχυρογνωμοσύνη
3. ανθεκτικότητα
4. (για φυτά) αντοχή («τῆς δὲ ὑπομονής αἴτιον ἡ ὑγρότης», Θεόφρ.).
Translations
patience
Albanian: durim; Arabic: صَبْر, تَحَمُّل; Algerian Arabic: بَاصِيصَا; Egyptian Arabic: صبر; Armenian: համբերություն; Asturian: paciencia; Azerbaijani: səbir, dözüm, hövsələ; Bashkir: түҙемлек, сабырлыҡ; Belarusian: цярпенне, цярплі́васць; Bengali: ধৈর্য; Bulgarian: търпение, търпеливост; Burmese: ခန္တီ; Catalan: paciència; Chinese Mandarin: 耐性, 忍耐; Czech: trpělivost; Danish: tålmod, tålmodighed; Dutch: geduld; Esperanto: pacienco; Estonian: kannatlikkus; Faroese: tol; Finnish: maltti, kärsivällisyys; French: patience; Galician: paciencia; Georgian: მოთმინება; German: Geduld; Gothic: 𐌻𐌰𐌲𐌲𐌰𐌼𐍉𐌳𐌴𐌹, 𐌿𐍃𐌸𐌿𐌻𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: υπομονή; Ancient Greek: ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή; Haitian Creole: pasyans; Haryanvi: थ्यावस; Hebrew: סַבְלָנוּת; Hindi: सहन, धैर्य; Hungarian: türelem; Icelandic: þolinmæði, biðlund; Indonesian: kesabaran; Irish: foighne; Italian: pazienza; Japanese: 辛抱, 忍耐, 我慢; Kazakh: дегбір, сабыр; Khmer: ខន្តី; Korean: 참을성, 인내(忍耐); Kurdish Central Kurdish: ئارام, قنیات; Northern Kurdish: sebir, bêhnfirehî; Kyrgyz: сабырдуулук, сабыр, чыдам, чыдамдуулук; Lao: ຄວາມອົດທົນ; Latin: patientia; Latvian: pacietība; Lithuanian: kantrybė; Luxembourgish: Gedold; Macedonian: трпение, стрпливост; Malay: sabar, kesabaran; Maori: manawanuitanga; Middle English: pacience; Mongolian Cyrillic: тэвчээр; Ngazidja Comorian: subira; Norman: pâcienche; Norwegian Bokmål: tålmodighet; Nynorsk: tolmod; Occitan: paciéncia; Old English: ġeþyld; Oromo: obsa; Pashto: صبر, حوصله, زغم; Persian: صبر, شکیبائی, حوصله, تحمل; Piedmontese: passiensa; Polish: cierpliwość; Portuguese: paciência; Romagnol: pazénzia, pazenzia; Romanian: răbdare; Russian: терпение, терпеливость; Sanskrit: सहन, धैर्य; Serbo-Croatian Roman: krotost, trpeljivost, strpljénje, str̀pljivōst; Slovak: trpezlivosť; Slovene: potrpežljivost; Spanish: paciencia; Sranan Tongo: pasensie; Swahili: subra, subira, uvumilivu; Swedish: tålamod; Tagalog: pasensya; Tajik: сабр; Tatar: сабырлык; Telugu: ఓర్పు, సహనము; Thai: ความอดทน; Turkish: sabır, faysal; Turkmen: sabyr; Ukrainian: терпі́ння, терплячість, терпеливість; Urdu: سہن, صبر, تحمل; Uyghur: سەۋر; Uzbek: sabr; Walloon: pacyince; Welsh: ymaros, amynedd, dioddefgarwch; Yiddish: געדולד; Yoruba: sùúrù; Zazaki: sabır, sebır, tehamul; Zulu: isineke