καρτερία
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
English (LSJ)
ἡ, patient endurance, perseverance, opp. μαλακία, X.Cyr.8.8.15, cf. Pl.La.192b, al.; κ. ἡ περὶ τοὺς πόνους D.H.2.28; distinguished from ἐγκράτεια (self-control), Arist.EN1150b1: pl., εἴ πού τινες… κ. πρὸς ἅπαντα… λέγονται Pl.R. 390d.
German (Pape)
[Seite 1330] ἡ, dasselbe; Plat. Lach. 192 a ff; πρός τι, Rep. III, 390 d; Gegensatz μαλακία Xen. Cyr. 8, 8, 15; neben ἀνδρεία Plat. u. A.; ἡ περὶ τοὺς πόνους D. Hal. 2, 28; nach S. Emp. adv. phys. 1, 154 ἐπιστήμη ὑπομενετέων κ. τ. λ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
force d'âme, fermeté, constance, patience.
Étymologie: καρτερός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρτερία -ας, ἡ [καρτερός] volharding, uithoudingsvermogen, standvastigheid.
Russian (Dvoretsky)
καρτερία: ἡ стойкость, выносливость, тж. терпеливость (πρός τι Plat.; κ. ἀποσβεννυμένη Xen.; κ. καὶ ἐγκράτεια Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καρτερία: ἡ, τὸ καρτερεῖν, ὑπομένειν, ἀντέχειν, ἀντίθετον τῷ μαλακία, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 192Β, κ. ἀλλ.· ἀντιδιαστέλλεται ἀπὸ τοῦ ἐγκράτεια, «ἀντίκειται δὲ τῷ μὲν ἀκρατεῖ ὁ ἐγκρατής, τῷ δὲ μαλακῷ ὁ καρτερικός· τὸ μὲν γὰρ κερτερεῖν ἐστὶν ἐν τῷ ἀντέχειν, ἡ δὲ ἐγκράτεια ἐν τῷ κρατεῖν…, διὸ καὶ αἱρετώτερον ἐγκράτεια καρτερίας ἐστίν» Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4·- ἐν τῷ πληθ., εἴ πού τινες… καρτερίαι πρὸς ἅπαντα… λέγονται Πλάτ. Πολ. 390D.
Greek Monolingual
η (AM καρτερία) καρτερώ
1. υπομονή χωρίς κάμψη του ηθικού, ηθική αντοχή, εγκαρτέρηση («καρτερία ἡ περὶ τοὺς πόνους», Διον. Αλ.)
2. σταθερή εμμονή σε κάτι.
Greek Monotonic
καρτερία: ἡ (καρτερός), εγκαρτέρηση, υπομονετική αντοχή, υπομονή, αντίθ. προς το μαλακία, σε Ξεν., Πλάτ.
Middle Liddell
καρτερία, ἡ, καρτερός
patient endurance, patience, opp. to μαλακία, Xen., Plat.
English (Woodhouse)
endurance, firmness, patience, perseverance, persistence, resolution, steadfastness, stead-fastness
Mantoulidis Etymological
(=ὑπομονή). Ἀπό το καρτερός πού παράγεται ἀπό τό κρατερός καί αὐτός ἀπό τό κράτος. Παράγωγα ἀπό τό καρτερός: καρτερῶς, καρτερικός, καρτερικῶς, καρτερῶ (=ὑπομένω), καρτέρημα, καρτέρησις, καρτερητός, καρτερούντως, καρτερόψυχος, καρτερόθυμος.
Translations
patience
Albanian: durim; Arabic: صَبْر, تَحَمُّل; Algerian Arabic: بَاصِيصَا; Egyptian Arabic: صبر; Armenian: համբերություն; Asturian: paciencia; Azerbaijani: səbir, dözüm, hövsələ; Bashkir: түҙемлек, сабырлыҡ; Belarusian: цярпенне, цярплі́васць; Bengali: ধৈর্য; Bulgarian: търпение, търпеливост; Burmese: ခန္တီ; Catalan: paciència; Chinese Mandarin: 耐性, 忍耐; Czech: trpělivost; Danish: tålmod, tålmodighed; Dutch: geduld; Esperanto: pacienco; Estonian: kannatlikkus; Faroese: tol; Finnish: maltti, kärsivällisyys; French: patience; Galician: paciencia; Georgian: მოთმინება; German: Geduld; Gothic: 𐌻𐌰𐌲𐌲𐌰𐌼𐍉𐌳𐌴𐌹, 𐌿𐍃𐌸𐌿𐌻𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: υπομονή; Ancient Greek: ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή; Haitian Creole: pasyans; Haryanvi: थ्यावस; Hebrew: סַבְלָנוּת; Hindi: सहन, धैर्य; Hungarian: türelem; Icelandic: þolinmæði, biðlund; Indonesian: kesabaran; Irish: foighne; Italian: pazienza; Japanese: 辛抱, 忍耐, 我慢; Kazakh: дегбір, сабыр; Khmer: ខន្តី; Korean: 참을성, 인내(忍耐); Kurdish Central Kurdish: ئارام, قنیات; Northern Kurdish: sebir, bêhnfirehî; Kyrgyz: сабырдуулук, сабыр, чыдам, чыдамдуулук; Lao: ຄວາມອົດທົນ; Latin: patientia; Latvian: pacietība; Lithuanian: kantrybė; Luxembourgish: Gedold; Macedonian: трпение, стрпливост; Malay: sabar, kesabaran; Maori: manawanuitanga; Middle English: pacience; Mongolian Cyrillic: тэвчээр; Ngazidja Comorian: subira; Norman: pâcienche; Norwegian Bokmål: tålmodighet; Nynorsk: tolmod; Occitan: paciéncia; Old English: ġeþyld; Oromo: obsa; Pashto: صبر, حوصله, زغم; Persian: صبر, شکیبائی, حوصله, تحمل; Piedmontese: passiensa; Polish: cierpliwość; Portuguese: paciência; Romagnol: pazénzia, pazenzia; Romanian: răbdare; Russian: терпение, терпеливость; Sanskrit: सहन, धैर्य; Serbo-Croatian Roman: krotost, trpeljivost, strpljénje, str̀pljivōst; Slovak: trpezlivosť; Slovene: potrpežljivost; Spanish: paciencia; Sranan Tongo: pasensie; Swahili: subra, subira, uvumilivu; Swedish: tålamod; Tagalog: pasensya; Tajik: сабр; Tatar: сабырлык; Telugu: ఓర్పు, సహనము; Thai: ความอดทน; Turkish: sabır, faysal; Turkmen: sabyr; Ukrainian: терпі́ння, терплячість, терпеливість; Urdu: سہن, صبر, تحمل; Uyghur: سەۋر; Uzbek: sabr; Walloon: pacyince; Welsh: ymaros, amynedd, dioddefgarwch; Yiddish: געדולד; Yoruba: sùúrù; Zazaki: sabır, sebır, tehamul; Zulu: isineke