σιδηρόνωτος

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ον, iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.

German (Pape)

[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόνωτος -ον [σίδηρος, νῶτον] met ijzeren rug (van schilden). Eur. Phoen. 1130.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόνωτος: с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό-νωτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.

Middle Liddell

σῐδηρό-νωτος, ον,
iron-backed, Eur.