διαπορία
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, Zweifel, D. L. 10, 27. 119; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
embarras, incertitude.
Étymologie: διαπορέω.
Russian (Dvoretsky)
διαπορία: ἡ Plut., Diog. L. = διαπόρημα.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορία: ἡ, = διαπόρησις, Διογ. Λ. 10. 27, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
problema, dificultad πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω Aristox.Harm.62.13, διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχει Gal.5.721, Διαπορίαι tít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c, πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμα Syrian.in Metaph.29.17, cf. Simp.in de An.24.1, 6
•διαπορίαν ἔχειν producir problemas, ser confuso ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίαν Anon.in Cat.53.1, cf. 49.25.