διαπόρημα

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπόρημα Medium diacritics: διαπόρημα Low diacritics: διαπόρημα Capitals: ΔΙΑΠΟΡΗΜΑ
Transliteration A: diapórēma Transliteration B: diaporēma Transliteration C: diaporima Beta Code: diapo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A vexed question, Id.APo.93b20 (pl.), al.
II restlessness, Hp.Acut.42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cuestión problemática, problema ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς διαπορήμασιν εἴπομεν Arist.APo.93b20, cf. Metaph.1053b10, 1076b1, 1086b15, Περὶ τῶν ἁπλῶν διαπορημάτων tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.46, ἐπὶ τῆς ἐρωτήσεως ... καὶ διαπορήματος Alex.Fig.1.2, ἅπερ ἐν τοῖς διαπορήμασιν ἐπήλθομεν Alex.Aphr.in Metaph.729.1, cf. Mich.in PA 108.8.
2 inquietud Hp.Acut.42.

German (Pape)

[Seite 597] τό, der Zweifel, Arist. Anal. post. 2, 8; Angst, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόρημα -ατος, τό [διαπορέω] geneesk. onrust.

Russian (Dvoretsky)

διαπόρημα: ατος τό недоумение, тж. затруднение, трудность Arst.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόρημα: τό, ἀμφιβολία, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 8, 8, κτλ. ΙΙ. ἀνησυχία, Ἱππ. Ὀξ. 391.

Greek Monolingual

το (Α διαπόρημα) διαπορώ
απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση
αρχ.
ανησυχία, αδημονία.