λυσιτελούντως

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.

French (Bailly abrégé)

adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.

Greek Monolingual

λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].

Greek Monotonic

λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.

English (Woodhouse)

profitably

German (Pape)

[ῡ], auf nützliche Weise, vorteilhaft, καὶ ὠφελίμως, Plat. Alc. II, 146c; Xen. Oec. 20.21; τινί, DC. 56.40.