ὠφελίμως
English (Woodhouse)
(see also: ὠφέλιμος) beneficially, usefully, in a useful way
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement, d'une manière avantageuse.
Étymologie: ὠφέλιμος.
Russian (Dvoretsky)
ὠφελίμως: (ῐ) полезным образом, с пользой (χρῆσθαί τινι Xen.): τὸ ὠφελίμως πράττειν Plat. полезная деятельность.
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente