λογολέσχης
English (LSJ)
ου, ὁ, prater, AP11.140 (Lucill.).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
λογολέσχης: ου ὁ пустомеля, болтун Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
λογολέσχης, ὁ (ΑM)
φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσολέσχης, μυθολέσχης.
Greek Monotonic
Middle Liddell
German (Pape)
ὁ, der Schwätzer über Worte und Reden, von den Grammatikern, Lucill. 28 (XI.140).