οἰωνόμαντις

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εως, ὁ and ἡ, one who takes omens from the flight and cries of birds, E.Ph. 767;=Lat. augur, D.H.3.69,72.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
devin qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, μάντις.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόμαντις: εως ὁ птицегадатель Eur.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, ὁ μαντευόμενος ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Εὐρ. Φοίν. 767, Διον. Ἁλ. 3. 69, 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

οἰωνόμαντις, ὁ (Α)
οιωνοσκόποςοἰωνόμαντις Τειρεσίας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μάντις.

Greek Monotonic

οἰωνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που λαμβάνει προμηνύματα από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ευρ.

Middle Liddell

οἰωνό-μαντις, εως,
one who takes omens from the flight and cries of birds, an augur, Eur.

English (Woodhouse)

augur

German (Pape)

ὁ, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt, Eur. Phoen. 786.