πέταγμα
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
και πέταμα και πέτασμα, το Ν πετώ
1. η πτήση («το πέταγμα τών πουλιών»)
2. η απόρριψη, το να πετάει κανείς κάτι άχρηστο («το πέταγμα τών σκουπιδιών στους δρόμους»).