πελεκισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, death by the axe, D.S.32.26 (pl.).
Russian (Dvoretsky)
πελεκισμός: ὁ обезглавливание Diod.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.