ἀποκοιτέω

Revision as of 15:31, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

sleep away from one's post, Decr. ap. D.18.37, cf. PPetr.3p.204 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

pasar la noche fuera de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. ἀφημερεύω PPetr.2.44.20 (III a.C.), PHib.148 (III a.C.)
del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11.

German (Pape)

[Seite 307] den Posten Nachts verlassen und schlafen, Dem. 18, 37 neben ἀφημερεύω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
quitter son poste pour aller dormir.
Étymologie: ἀπόκοιτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοιτέω: уходить со своего поста спать Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιτέω: κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, μήτε ἀφημερεύοντας, μήτε ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10.

Greek Monotonic

ἀποκοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.

Middle Liddell

[from ἀπόκοιτος
to sleep away from one's post, Decret. ap. Dem.