ὑπερθαύμαστος

Revision as of 16:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ον, most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπερ-θαύμαστος, ον,
most admirable, Anth.