βοωνία
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἡ,
A purchase of oxen, IG2.741a8.
II βοωνία· αὔλιος θύρα (Cret.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
compra de reses, IG 22.1496.73 (IV a.C.), PMich.Zen.30d.4 (III a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
βοωνία: ἡ, ἀγορὰ βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 10· βοώνητος, ον, ὁ ἀγορασθεὶς δι᾽ ἑνὸς βοός, Ἡσύχ.· τὰ βοώνητα, ὄνομα μέρους τινὸς ἐν Σπάρτη, Παυσ. 3. 12, 1.