γραμμώδης

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

γραμμώδες, = γραμμοειδής, wiry, Thphr. HP 4.12.2; with linear markings, ib.7.3.2.

Spanish (DGE)

-ες
1 en forma de línea, lineal μίσχοι del tallo del junco, Thphr.HP 4.12.2
subst. τὸ γ. parte lineal del junco, e.d. el tallo Thphr.HP 4.12.2.
2 estriado, acanalado σπέρματα ... στενὰ καὶ γραμμώδη del comino, Thphr.HP 7.3.2.

German (Pape)

[Seite 505] ες, = γραμμοειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμώδης: -ες, (εἶδος) = γραμμοειδὴς Θεοφρ. Ι. Φ. 4. 12, 2, κτλ.