γραμμοειδής

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμοειδής Medium diacritics: γραμμοειδής Low diacritics: γραμμοειδής Capitals: ΓΡΑΜΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: grammoeidḗs Transliteration B: grammoeidēs Transliteration C: grammoeidis Beta Code: grammoeidh/s

English (LSJ)

γραμμοειδές, slender as a line, φῶς Paul.Al.G.4. Adv. γραμμοειδῶς = in wavy lines, Arist.Mu.395a27.

Spanish (DGE)

-ές
1 semejante a una línea ἔκ τινων ἐπιφανειῶν ... νευροειδῶν καὶ γραμμοειδῶν Aristid.Quint.88.3 (cód.), κατὰ γραμμοειδές formando una especie de línea de notas musicales representadas en un pentagrama cabalístico, Afric.Cest.1.2.62
fino como una línea φῶς Paul.Al.35.2.
2 adv. -ῶς en forma de líneas de la propagación de los relámpagos en zig zag τῶν δὲ κεραυνῶν ... ἑλικίαι οἱ γ. φερόμενοι Arist.Mu.395a28.

German (Pape)

[Seite 505] ές, linienartig, Arist. mund. 4.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμοειδής: -ές, ὁ ἐν εἴδη γραμμῆς ἢ γραμμῶν ὤν, Ἀριστείδ. Κοϊντ.― Ἐπίρρ. –δῶς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20.

Greek Monolingual

-ές (AM γραμμοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γραμμής ή γραμμών, ο γραμμωτός, ο ραβδωτός.