γραμμοειδής

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμοειδής Medium diacritics: γραμμοειδής Low diacritics: γραμμοειδής Capitals: ΓΡΑΜΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: grammoeidḗs Transliteration B: grammoeidēs Transliteration C: grammoeidis Beta Code: grammoeidh/s

English (LSJ)

γραμμοειδές, slender as a line, φῶς Paul.Al.G.4. Adv. γραμμοειδῶς = in wavy lines, Arist.Mu.395a27.

Spanish (DGE)

-ές
1 semejante a una línea ἔκ τινων ἐπιφανειῶν ... νευροειδῶν καὶ γραμμοειδῶν Aristid.Quint.88.3 (cód.), κατὰ γραμμοειδές formando una especie de línea de notas musicales representadas en un pentagrama cabalístico, Afric.Cest.1.2.62
fino como una línea φῶς Paul.Al.35.2.
2 adv. -ῶς en forma de líneas de la propagación de los relámpagos en zig zag τῶν δὲ κεραυνῶν ... ἑλικίαι οἱ γ. φερόμενοι Arist.Mu.395a28.

German (Pape)

[Seite 505] ές, linienartig, Arist. mund. 4.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμοειδής: -ές, ὁ ἐν εἴδη γραμμῆς ἢ γραμμῶν ὤν, Ἀριστείδ. Κοϊντ.― Ἐπίρρ. –δῶς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20.

Greek Monolingual

-ές (AM γραμμοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γραμμής ή γραμμών, ο γραμμωτός, ο ραβδωτός.