lineal
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English > Greek (Woodhouse)
adjective
lineal descent, use subs.: P. and V. γένος, τό.
lineal descendant: P. and V. ἔκγονος, ὁ or ἡ, P. ἀπόγονος, ὁ or ἡ; see descendant.
Spanish > Greek
ἐν τάξει, γραμμώδης, γραμμικός, γραμμιαῖος, γραμματικός, ἁπλόος