ἀντεισενεκτέον
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
one must introduce instead, Hermog. Stat.3.
Spanish (DGE)
hay que introducir ἀ. δὲ εἰς τὸ κατ' αὐτὴν κεφάλαιον τὸ «μὴ ἀναστρέφειν τὸ πρᾶγμα» Hermog.Stat.26, cf. Synes.Regn.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεισενεκτέον: (ἀντεισφέρω) δεῖ ἀντεισφέρειν ἢ ἀντεισενεγκεῖν, Συνέσ. π. βασιλ. § 28.