ἀπορρευματίζω
English (LSJ)
v.l. for -φλεγματίζω, Ps.-Diocl.Epist.ad Antig.ap.Paul.Aeg.1 fin.
Spanish (DGE)
expulsar las flemas, esputar Paul.Aeg.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρευματίζω: ἀποπλύνω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, ἀναγαργαρίζων ἀπορρευματίζω Παῦλ. Αἰγ. σ. 28, 28.