διοδεία
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ἡ,
A passage through, τῶν στρατευμάτων BSA23.73 (Macedonia, ii A. D.), cf. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διοδεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου δίοδος, Σουΐδ.