pretext
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.
excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ.
occasion: P. and V. ἀφορμή, ἡ.
on a small pretext: V. ἐκ σμικροῦ λόγου.
urge as a pretext, v.: P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cyclops 319), P. προφασίζεσθαι, προΐσχεσθαι, V. προτείνειν.