ἀφορμή
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἡ,
A starting point, especially in war, base of operations, ἀναχώρησίς τε καὶ ἀφορμή Th.1.90, cf. Plb.1.41.6, etc.; place of safety, E.Med.342.
2 generally, starting-point, origin, occasion or pretext, ἀφορμαὶ λόγων Id.Hec.1239, Ph.199; ἀφορμὴν παρέχειν D.18.156; δεδωκέναι Id.21.98, cf. 2 Ep.Cor.5.12; λαβεῖν ἀφορμήν Isoc.4.61, Ep.Rom.7.8; εὑρεῖν BGU615.6(ii A. D.), 923.22 (i/ii A. D.); ἵνα ἀφορμὴ γένοιτο τιμῆς Inscr.Prien.105.16 (i B. C.); ἀφορμὴ καὶ πρόφασις Plb. 2.52.3; occasion, origin of an illness, Hp.Epid.2.1.11, Sor.1.29; εἰδέ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν εἶναι σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις ὑπάρχειν a small inducement, D.4.29; τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακὼς φρονεῖν Id.1.23; instigation, incitement, POxy.237 vii 21 (ii A. D.).
3 means with which one begins a thing, resources, ἀφορμὴ τοῦ βίου Lys.24.24; εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4; τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις; D.18.233; ἀφελεῖν τὴν ἀφορμὴν δι' ἣν ὑβρίζει Id.21.98; πίστις ἀφορμὴ μεγίστη πρὸς χρηματισμόν = good faith is the best asset for business, Id.36.44, cf. 11.16; ἀφορμὴ ἐπί.. Id.3.33; esp. means of war, And.1.109; ἀφορμὴ εἰς ξένους χιλίους means for levying 1000 mercenaries, X.HG4.8.33; ἀφορμὴ ἔργων means for undertaking... Id.Mem.2.7.11, cf.3.5.11; πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39; πάντων ἀφορμὴ τῶν καλῶν Philem.110.
4 capital of a banker, etc., Lys.Fr.1.2, X.Mem.2.7.12, Lycurg.26,D.14.30,36.11; ἀφορμῆς δίκη suit for restitution of capital, Arg.D.36.
5 Rhet., food for argument, material, subject, ὑποθέσεις καὶ ἀφορμαὶ λόγων Luc.Rh.Pr.18, cf. Men.Rh.p.334S., Aps.p.264H.
6 aptitude, inclination, εἰς φιλανθρωπίαν Phld.Ir.p.53 W. (pl.).
II Stoic term for repulsion (opp. ὁρμή), Chrysipp.Stoic.3.42, cf. 40, Simp. in Epict.p.22D.
III release of water from sluice, PAmh.2.143.17 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1c. valor local punto de partida milit. base ἀναχώρησίς τε καὶ ἀφορμή Th.1.90, διὰ τὸ μηδεμίαν ἀφορμὴν καταλείπεσθαι σφίσι Plb.1.41.6
•suelta del agua para regadío ἀ. ... ὕδατος εἵνα δηνηθῶμεν (sic) ποτίσαι τ[ὸ] ν ... κλῆρον PAmh.143.17 (IV d.C.).
2 fig. idea base, principio a seguir, actitud, inclinación λαβὼν δὲ ταύτην ἀφορμήν, ἥνπερ χρὴ τοὺς εὐσεβεῖν βουλομένους adoptando la disposición que deben escoger los que respetan a los dioses, Isoc.9.28, εἰς φιλανθρ[ω] πίαν Phld.Ir.24.38.
3 medic. causa, origen de una enfermedad τὰς ἀφορμὰς (νόσων) ... σκεπτέον Hp.Epid.2.1.11, παθῶν λαμβάνειν ἀφορμάς Sor.19.28.
4 inducción, instigación = ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται D.1.23, ἐκ μη[τ]ρὸς ἀφορμή POxy.237.7.21 (II d.C.), ἀφορμὴ ... πρὸς ἀκολασίαν Phld.Mus.4.7.18, cf. 13.29.
II 1recursos, medios γυμνωθεῖσα ἀφορμῆς Antipho Soph.B 14, τοῦ βίου Lys.24.24, εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4, cf. S.E.M.1.40, ἔχοντας ... ἀφορμάς, ἀφ' ὧν ... αὔξειν τοὺς οἴκους X.Oec.1.16, ἀφορμὴ μεγίστη πρὸς χρηματισμόν D.36.44, cf. 4.29, 11.16, 21.98
•para un viaje viático ἔασον ... παισίν τ' ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς E.Med.342
•milit. recursos, fondos εἰς τὸν πόλεμον Isoc.14.40, para reclutamiento de mercenarios ἀ. εἰς ξένους χιλίους X.HG 4.8.33, gener. de la ciudad ἡ πόλις ἐκ πολὺ ἐλάττονος ἀφορμῆς μεγάλη ... ἐγένετο And.Myst.109, cf. D.18.233, para ejecutar labores ἀφορμὴ ἔργων X.Mem.2.7.11, 3.5.11, ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39, εἰς τὰς ἄλλας ἐργασίας Isoc.7.32, cf. D.36.44, πάντων ἀφορμὴ τῶν καλῶν Com.Adesp.1384
•abs. capital ἀφορμῆς δέομαι Lys.Fr.38.2, cf. X.Vect.3.6, ἀφορμὴ ἐπορίσθη X.Mem.2.7.12, ἀφορμὴ ἑξακισχίλια τάλαντα D.14.30, ἀφορμῆς δίκη proceso para restitución de un capital D.36 argumen.2
•ret. recursos de una argumentación base, tema de un discurso οὐκ ἀπορήσουσιν ἀφορμῆς Isoc.10.69, ὑποθέσεις καὶ ἀφορμὰς λόγων Luc.Rh.Pr.18, cf. Men.Rh.334, Aps.264.
2 pretexto, ocasión λόγων E.Hec.1239, Ph.199, Ba.267, οὐκ ἀφορμὰς τοῖς λόγοισιν ... ἔχουσιν E.HF 236, εὐδαιμονίας E.Io 474, ἀφελεῖν τὴν ἀφορμὴν, δ' ἣν ὑβρίζει D.21.98, cf. 18.156, μὴ διδόναι ... ἐχθροῖς ἀφορμὴν εἰς διαβολήν Plb.28.6.7, ἀφορμὴ καὶ πρόφασις Plb.2.52.3, cf. 4.13.6, δίδου σοφῷ ἀφορμήν LXX Pr.9.9, cf. 3Ma.3.2, 2Ep.Cor.5.12, Ach.Tat.1.9.7, 8.16.5
•como fórmula ἀφορμὴν γὰρ λαβόντες aprovechando la ocasión Isoc.4.61, cf. Ep.Rom.7.8, ἵνα ἀ. γένοιτο τῆς εἰς τὸν Σεβαστὸν τειμῆς IPr.105.16 (I a.C.), ἀφορμὴν εὑρὼν ἔγραψά σοι BGU 615.6 (II d.C.), ἐκ ταύτης τῆς ἀφορμῆς por este motivo, POxy.3393.26 (IV d.C.), cf. BGU 923.22 (I/II d.C.).
III término estoico op. ὁρμή rechazo, repugnancia ταύτῃ (τῇ ὁρμῇ) ἀντιτίθεσθαι ἀφορμήν Chrysipp.Stoic.3.40, cf. 42, Simp.in Epict.p.22.
German (Pape)
[Seite 414] ἡ, der Ort, von dem man ausgeht, Ausgangspunkt, z. B. zu kriegerischen Unternehmungen, Thuc. 1, 90; Ursache, Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμὴν λαβόντες τὴν σωτηρίαν Isocr. 4, 61; τοῦ κακῶς φρονεῖν Dem. 1, 23; καὶ πρόφασις Pol. 2, 52, der das Wort sehr oft hat, z. B. ἀφορμὴν ἔχειν πρός τι, εἴς τι, 1, 88. 2, 7; ἀφορμὴν διδόναι τινὶ πρός τι 10, 33; λαβεῖν ἔκ τινος 3, 32; die Mittel zu einer Unternehmung, die in dem Terrain liegen, αἱ ἐκ τούτων τῶν τόπων Pol. 2, 17; die Geldmittel, δανείσασθαι ἐς ἔργων ἀφορμήν Xen. Mem. 2, 7, 11, Geld borgen, um eine Unternehmung zu beginnen; ἀφορμὴ εἰς ξένους τρισχιλίους, Mittel, um 8000 Söldner zu werben, Hell. 4, 8, 32; τοῖς παισὶν ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσι Mem. 3, 5, 11; ἀφορμαὶ παισίν, Auskommen für, Eur. Med. 342. So Dem. ἀφορμὴ αὐτοῦ ἀσθενεστέρα 14, 29; εἰ ἦν αὐτῷ ἰδία ἀφ. πρὸς τῇ τραπέζῃ, ein eigenes Kapital beim Wechsler, 36, 11; πίστις ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, der Kredit ist das beste Kapital, 36, 44. – Bei den Stoikern im Gegensatz von ὁρμή, Abneigung, Abmahnung, Plut. de stoic. rep. 11.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
point de départ, d'où
I. base d'opérations militaires;
II. fig. 1 cause, occasion, prétexte : λαβεῖν ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion ou un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion ou un prétexte;
2 moyen d'entreprendre qch ; ressources ; particul. ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).
Étymologie: ἀπό, ὁρμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀφορμή: ἡ
1 исходная точка, опорный пункт, тж. операционная база (ἱκανὴ ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Thuc.; μηδεμίαν ἀφορμήν καταλείπεσθαί τινι Polyb.);
2 причина, повод, основание (πρός и εἴς τι Polyb.; ἀφορμὴν παρέχειν и διδόναι Dem.; ἀφορμὴν λαβεῖν τι и ἔκ τινος Polyb.);
3 тж. pl. средства, капитал (ἀφορμὴν δανείσασθαι Xen.; πίστις ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη Dem.; εἰς ἀσφαλῆ πράγματα τὰς ἀφορμὰς καταθεῖναι Plut.);
4 (у стоиков), отклонение, удаление, (ἡ ἀ. λόγος ἀπαγορευτικός, sc. ἐστιν Plut.): ὁρμὴ καὶ ἀφορμή Diog. L. влечение и отвращение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορμή: ἡ, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ὁρμητήριον, Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· ὡσαύτως, τόπος ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ σημεῖον ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἀρχή, αἰτία, ἀφορμὴ ἢ πρόφασις, ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ αἰτία, ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν μέσον προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, πόρος, κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· πίστις ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ πίστις εἶναι τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη βοήθεια πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ ὁρμή, ἔλλειψις ὁρμῆς, ἢ κλίσεως πρός τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁρμητικός ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12.
English (Strong)
from a compound of ἀπό and ὁρμάω; a starting-point, i.e. (figuratively) an opportunity: occasion.
English (Thayer)
ἀφορμῆς, ἡ (ἀπό and ὁρμή which see);
1. properly, a place from which a movement or attack is made, a base of operations: Thucydides 1,90 (τήν Πελοποννησον πᾶσιν ἀναχωρησιν τέ καί ἀφορμήν ἱκανήν εἶναι); Polybius 1,41, 6.
2. metaphorically, "that by which endeavor is excited and from which it goes forth; that which gives occasion and supplies matter for an undertaking, the incentive; the resources we avail ourselves of in attempting or performing anything": Xenophon, mem. 3,12, 4 (τοῖς ἑαυτῶν παισί καλλιους ἀφορμας εἰς τόν βίον καταλειπουσι), and often in Greek writings; λαμβάνειν, to take occasion, find an incentive, διδόναι, Phryn. ed. Lob., p. 223 f; (Rutherford, New Phryn., p. 304).
Greek Monolingual
η (AM ἀφορμή)
1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο
2. αιτία, ευκαιρία
3. δικαιολογία, πρόφαση
4. αιτία μιας αρρώστιας
μσν.
1. τρόπος, δυνατότητα
2. μομφή, κατηγορία
3. αμηχανία, τρέλα
αρχ.
1. (κυρίως για πολεμικές επιχειρήσεις) το μέρος από το οποίο εξορμά κάποιος, ορμητήριο
2. τόπος ασφαλής
3. τα μέσα με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί κάποιος κάτι, πόροι, πρόσοδοι
4. το κεφάλαιο ενός τραπεζίτη
5. αυτό που προσφέρεται για επιχείρημα, υλικό ή θέμα επιχειρηματολογίας
6. φρ. «ἀφορμήν δίδωμι» ή «... παρέχω» ή «... λαμβάνω» — βρίσκω πρόφαση, προσφέρω δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμώ (-άω), με υποχωρητικό σχηματισμό].
Greek Monotonic
ἀφορμή: ἡ,
1. εναρκτήριο σημείο, ιδίως σε πόλεμο, η βάση των επιχειρήσεων, σε Θουκ.· επίσης ο τόπος ασφάλειας, σε Ευρ.
2. γενικά, αρχικό σημείο, προέλευση, αφορμή ή πρόφαση για ένα πράγμα, στον ίδ.· ἀφορμὴν παρέχειν διδόναι, δίνω αφορμή, σε Δημ.
3. μέσα με τα οποία αρχίζει κάποιος ένα πράγμα, πόροι, σε Ξεν., Δημ.· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα για την ανάληψη έργων, σε Ξεν.
4. κεφάλαιο τραπεζίτη, στον ίδ., Δημ.
Middle Liddell
1. a starting-point, especially in war, a base of operations, Thuc.:—also a place of safety, Eur.
2. generally, a starting-point, the origin, occasion or pretext of a thing, Eur.; ἀφορμὴν παρέχειν, διδόναι to give occasion, Dem.
3. the means with which one begins a thing, resources, Xen., Dem.; ἀφ. ἔργων means for undertaking works, Xen.
4. the capital of a banker, Xen., Dem.
Chinese
原文音譯:¢form» 阿弗-哦而姆
詞類次數:名詞(7)
原文字根:從-匆促
字義溯源:出發點,機會,把柄,機遇;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ὁρμάω)=出發)組成;而 (ὁρμάω)出自(ὁρμή)*=推動)
出現次數:總共(7);羅(2);林後(3);加(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 機會(6) 羅7:8; 羅7:11; 林後5:12; 林後11:12; 林後11:12; 加5:13;
2) 把柄(1) 提前5:14
English (Woodhouse)
capital, occasion, opportunity, resource, resources, starting point, base of operations, ground for, material for, opening for, opportunity for enterprise, opportunity for, pretext for, starting-point, ways and means
Mantoulidis Etymological
(=τό μέρος ἀπό ὅπου ὁρμᾶ κανείς, ὁρμητήριο, αἰτία). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + ὁρμή.
Παράγωγα: ἀφορμάω (=ξεκινῶ).
Translations
cause
Afrikaans: oorsaak; Arabic: سَبَب; Egyptian Arabic: سبب; South Levantine Arabic: سبب; Armenian: պատճառ; Azerbaijani: səbəb, bais; Bashkir: сәбәп; Basque: kausa; Belarusian: прычына; Bengali: কারণ; Bulgarian: причина, повод; Catalan: causa; Cebuano: kawsa; Chinese Mandarin: 原因; Czech: příčina, důvod; Danish: årsag; Dutch: oorzaak, reden, aanleiding; Esperanto: kaŭzo; Estonian: alus, ajend, põhjus; Etruscan: 𐌂𐌀𐌅𐌔𐌀; Finnish: syy, juuri, lähde; French: cause, raison; Galician: causa; Georgian: მიზეზი, საფუძველი; German: Ursache, Anlass, Grund; Greek: αιτία, λόγος; Ancient Greek: αἰτία; Haitian Creole: lakòz; Hebrew: סיבה \ סִבָּה; Hindi: कारण; Hungarian: ok; Icelandic: orsök; Indonesian: kausa, penyebab; Irish: réasún, siocair; Old Irish: accuis; Italian: causa; Japanese: 原因; Khmer: ហេតុ; Kilivila: uula; Korean: 원인; Kyrgyz: шылтоо; Latin: causa, ratio; Latvian: iemesls, cēlonis; Lithuanian: priežastis, pagrindas; Luxembourgish: Ursaach; Macedonian: причина; Malay: sebab, pasal; Maori: whakataenga; Norwegian: årsak, grunn; Occitan: causa; Old English: intinga; Persian: سبب; Polish: przyczyna; Portuguese: causa; Romanian: cauză; Russian: причина, основание; Sanskrit: हेतु; Scottish Gaelic: adhbhar; Serbo-Croatian Cyrillic: разлог, у̀зрок; Roman: rázlog, ùzrok; Sicilian: causanza; Slovak: príčina; Slovene: vzrok, razlog; Spanish: causa; Swedish: orsak, grund; Tagalog: kawsa; Tajik: сабаб; Thai: สาเหตุ; Turkish: sebep, neden; Ukrainian: причина; Urdu: وجہ, سبب, باعث; Uyghur: سەۋەپ, خۇسۇس; Uzbek: sabab; Vietnamese: nguyên nhân; Welsh: achos; West Frisian: oarsaak; Zazaki: sebeb; Zulu: umsuka