ἀνεπικλήτως
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
French (Bailly abrégé)
adv.
sans s'être plaint, sans avoir fait de représentations.
Étymologie: ἀνεπίκλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπικλήτως: без жалоб, без ропота (ἀπελθεῖν ἐπ᾽ οἴκου Thuc.).