αὐτοφόνως
French (Bailly abrégé)
adv.
en tuant de sa main.
Étymologie: αὐτοφόνος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοφόνως: от руки убийцы-родственника (αὐ. ὤλετο Aesch.).
adv.
en tuant de sa main.
Étymologie: αὐτοφόνος.
αὐτοφόνως: от руки убийцы-родственника (αὐ. ὤλετο Aesch.).