ἐνδίκως
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 justement, équitablement;
2 justement, à bon droit;
3 véritablement.
Étymologie: ἔνδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδίκως: (ῐ) справедливо, законно, правильно, заслуженно (μέμφεσθαι Aesch.; ξυνάψειν κακά τινι Eur.; λέγεσθαι Plat.).