διοπτεία
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ἡ,
A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17. II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.