undiscoverable
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀνεύρετος, ἀνεξεύρετος, V. δυστέκμαρτος, δυσεύρετος; see obscure.
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
P. ἀνεύρετος, ἀνεξεύρετος, V. δυστέκμαρτος, δυσεύρετος; see obscure.