δυστέκμαρτος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
δυστέκμαρτον, hard to make out from signs, hard to trace, δυστέκμαρτον ἴχνος S.OT109; δυστέκμαρτος τέχνη, of the art of interpreting auspices, A.Pr. 497; ποικίλον τι καὶ δυστέκμαρτον E.Hel.712; δυστέκμαρτον τέλος D.H.4.29; δυστέκμαρτος γνώμη Plu.Cat. Mi.72; δυστέκμαρτος πατὴρ τῶν ὅλων Ph.1.467; hard to estimate, Aret.CA1.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de interpretar, difícil de descifrar por medio de signos τέχνη ref. la mántica, A.Pr.497, ἴχνος S.OT 109, ὁ θεὸς ὡς ἔφυ τι ποικίλον καὶ δυστέκμαρτον E.Hel.712, cf. Ph.1.467
•subst. τὸ δυστέκμαρτον = dificultad de interpretar, dificultad de entender a Dios, Gr.Naz.M.35.900A
•difícil de descubrir, difícil de adivinar τέλος πάντων τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων D.H.4.29, cf. Luc.Trag.27, ἡ δὲ τύχη M.Ant.2.17.1, ἡ γνώμη τοῦ ἀνδρός Plu.Cat.Mi.72, πλάναι χαλεπαὶ καὶ δυστέκμαρτοι Plu.Ant.47, τὸ μέλλον Clem.Al.Strom.6.9.76.
2 difícil de calcular τὸ μέτρον Aret.CA 1.4.2, ἡ συμμετρία τῆς ἑψήσεως Gal.11.134
•subst. τὸ δυστέκμαρτον = dificultad de cálculo c. gen. τῆς ἰσότητος Aristid.Quint.96.4.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu erkennen, zu erspähen; ἴχνος Soph. O. R. 109; übh. = unverständlich; τέχνη Aesch. Prom. 495; καὶ ποικίλον Eur. Hel. 718; καὶ ἄδηλον τέλος D. Hal. 4, 29; γνώμη Plut. Cat. min. 72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: δυσ-, τεκμαίρω.
Russian (Dvoretsky)
δυστέκμαρτος:
1 трудно различимый, плохо видный, неясный (ἴχνη Soph.; ἀνοδίαι καὶ πλάναι Plut.);
2 с трудом постижимый, непонятный (τέχνη Aesch.; θεός Eur.; γνώμη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυστέκμαρτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ εις ἐκ τῶν δοθέντων τεκμηρίων, δυσείκαστος, δυσεύρετος, ἴχνος Σοφ. Ο. Τ. 109· δ. τέχνη, ἐπὶ τῆς τέχνης τοῦ ἑρμηνεύειν οἰωνούς, Αἰσχύλ. Πρ. 497· ποικίλον τι καὶ δ. Εὐρ. Ἑλ. 712· οὔτω παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 29, καὶ βραδύτερον.
Greek Monolingual
δυστέκμαρτος, -ον (Α)
δυσεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
δυστέκμαρτος: -ον (τεκμαίρομαι), αυτός για τον οποίο δύσκολα μπορεί να υποθέσει κάποιος, αυτός που δύσκολα εικάζεται κάτι γι' αυτόν από τα υπάρχοντα τεκμήρια· δυσερεύνητος, ανεξήγητος, ακατανόητος, σε Τραγ.
Middle Liddell
δυσ- + τεκμαρτός, ον τεκμαίρομαι
hard to make out from the given signs, hard to trace, inexplicable, Trag.
English (Woodhouse)
dark, indistinct, intricate, obscure, undiscoverable, difficult to understand, hard to fathom, hard to understand, hard to unravel, not clear, not to be discovered