δυσεύρετος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεύρετος Medium diacritics: δυσεύρετος Low diacritics: δυσεύρετος Capitals: ΔΥΣΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: dyseúretos Transliteration B: dyseuretos Transliteration C: dyseyretos Beta Code: duseu/retos

English (LSJ)

δυσεύρετον,
A hard to find out, A.Pr.816; λόγος Porph. ap. Eus.PE3.11; δ. τό τινων γένος Ph.1.234.
2 hard to find or get, X.Mem.3.14.7, Secund.Sent.11; σπάνιον καὶ δ. Plu.2.97b.
3 hard to find one's way through, impenetrable, ὕλη E.Ba.1221.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de encontrar de ciertos alimentos, X.Mem.3.14.7, cf. Vect.4.13, μιμήσομαι λύκου κέλευθον πολεμίοις δυσεύρετον imitaré la marcha del lobo, oculta para los enemigos E.Rh.212, τεῖχος por estar escondido, D.H.4.13, τὸ στόμα τοῦ ποταμοῦ Peripl.M.Rubri 43, διέξοδοι ... τοῖς ἀπείροις δυσεύρετοι del laberinto, D.S.4.77, τῆς ἐν τοῖς παροιχομένοις χρόνοις ἀληθείας οὔσης δυσευρέτου D.S.13.90, δυσεύρετον σφόδρα τὸ τούτων ἐστὶ γένος Ph.1.234, σπάνιον καὶ δυσεύρετόν ἐστι φίλος βέβαιος Plu.2.97b, (ἔρως) αἴνιγμα δυσεύρετον ὤν Plu.Fr.136, τί φίλος; ... δ. κτῆμα Secund.Sent.11, de un libro, Phot.Bibl.145a32, τὸ ... ἄριστον δυσεύρετόν τε καὶ δυσεπίκριτον ref. a un modelo de estilo, Ap.Ty.Ep.19, χρῆμα Luc.Tim.25, δ. ὅ γε σοφὸς ἀληθῶς Eus.PE 7.8.13
fig. difícil de entender de palabras, A.Pr.816, ζήτησις δ. investigación condenada al fracaso Ph.1.624, λόγος Porph.Fr.360.7.
2 difícil de calcular ἵνα ... τούτων ἡ πληθὺς μὴ δ. D.H.4.15.
3 en el que es difícil encontrar un camino, impenetrable ὕλη E.Ba.1221
fig. de difícil solución φροντίδες Philostr.VA 1.32
neutr. subst. τὸ δ. τῆς ἀφροσύνης lo intrincado de la sinrazón D.Chr.80.9, τὸ δυσεργὲς καὶ δ. τοῦ πράγματος OGI 502.6 (Ezanos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu finden, schwer zu entdecken; Aesch. Prom. 816; Eur. Bacch. 1219; in Prosa, Xen. Mem. 3, 14, 7 Vect. 4, 13 u. Sp., wie Luc. Tim. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεύρετος:
1 с трудом находимый (ψελλόν τι τε καὶ δυσεύρετον Aesch.; σπάνιος καὶ δ. Plut.);
2 трудно проходимый (ὕλη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεύρετος: -ον, ὃν δυσκόλως εὑρίσκει τις, Αἰσχύλ. Πρ. 816, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 7. 2) δι’ οὗ δυσκόλως εὑρίσκει τις δίοδον, ὕλη Εὐρ. Βάκχ. 1221.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεύρετος, -ον)
αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος»)
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο.

Greek Monotonic

δυσεύρετος: -ον, 1. αυτός που είναι δύσκολο να βρεθεί, σε Αισχύλ.
2. δύσκολος στην εύρεση ή στην απόκτηση, σε Ξεν.
3. αδιαπέραστος, απροσπέλαστος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσ- εύρετος, ον
1. hard to find out, Aesch.
2. hard to find or get, Xen.
3. hard to find one's way through, impenetrable, Eur.

English (Woodhouse)

dark, obscure, undiscoverable, difficult to understand, hard to fathom, hard to understand, hard to unravel, not to be discovered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)