πιμπλέω

Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

German (Pape)

ion. = πιμπλάω.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]