ἁδύπνοος
English (LSJ)
Doric for ἡδύπνοος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡδύπνοος.
English (Slater)
ᾱδύπνοος, -ον breathing sweetness, delightful to hear Μοῖσ' ἁδύπνοος (O. 13.22) ἁδᾰπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ (sc. κάρυκες.) (I. 2.25)
Greek Monotonic
ἁδύπνοος: ἁδύ-πολις, Δωρ. αντί ἡδυ-.
German (Pape)
dor. = ἡδύπνοος.