νηματώδης
English (LSJ)
ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.
German (Pape)
wie Gespinnst, Plut. Def. orac. 43.
Russian (Dvoretsky)
νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
Greek Monolingual
-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.