καταίβασις

Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).

German (Pape)

ἡ, p. = κατάβασις, Antip.Sid. 1 (XI.23).

Russian (Dvoretsky)

καταίβᾰσις: ἡ Anth. = κατάβασις.

Greek (Liddell-Scott)

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.

Greek Monolingual

καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.

Greek Monotonic

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.

Middle Liddell

καταί-βᾰσις, εως poet. for κατάβασις, Anth.]