κανδύλη

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

German (Pape)

[Seite 1320] s. das Folgde.

Greek Monolingual

κανδύλη, ἡ (Α)
η κανδυτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του κανδυτάνη].