εὐστόχως
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
French (Bailly abrégé)
adv.
droit au but, adroitement, avec justesse.
Étymologie: εὔστοχος.
Spanish
en el blanco, acertadamente, sin falta
Russian (Dvoretsky)
εὐστόχως:
1 метко, без промаха (βάλλειν Xen.);
2 метко, остроумно (προσαγορεύειν Plat., κρῖναι Arst.);
3 во-время, кстати (τὰς εὐκαιρίας προκατειληφέναι Polyb.).