εὐφήμως
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des paroles de bon augure, càd saintes, pieuses.
Étymologie: εὔφημος.
Russian (Dvoretsky)
εὐφήμως: дор. εὐφάμως
1 в благожелательных словах, приветливо (ὑποκρίνεσθαι HH);
2 благоговейно (καλεῖν Ἀθηναίαν Aesch.).