κοινοχρηστία
German (Pape)
[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσις ἢ χρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).
[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.
κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσις ἢ χρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).