κοινοχρηστία
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
German (Pape)
[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσις ἢ χρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).
Greek Monolingual
κοινοχρηστία, ἡ (Μ) κοινόχρηστος
1. η κοινή χρήση κάποιου πράγματος
2. η κοινή χρησιμότητα, η κοινή ωφέλεια από ένα πράγμα.