Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Full diacritics: σταλάγμιον | Medium diacritics: σταλάγμιον | Low diacritics: σταλάγμιον | Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΙΟΝ |
Transliteration A: stalágmion | Transliteration B: stalagmion | Transliteration C: stalagmion | Beta Code: stala/gmion |
τό, Dim. of στάλαγμα: in plural, ear-drops, earrings, Plaut.Men.542.
στᾰλάγμιον: τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.
τὸ, Α στάλαγμα
στον πληθ. τά σταλάγμια
σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες.