ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.
κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.