σαλεία

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλεία: ἡ, (σαλεύω) κίνησις ἀσταθής, ταραχή, κυματισμός, ἀνησυχία, Πολέμωνος Φυσιογν. 11. 11 (ἔνθα σαλίας)· ― Ἐπικ. σαλέη, Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 428, ἐπὶ σειομένων ξιφῶν.