συνδιατριβή

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.