κλύμενον
English (LSJ)
τό,
A honeysuckle, Loniceraetrusca, Thphr.HP9.8.5,9.18.6, Dsc.4.14. 2 Scorpiurus vermiculata, ib.13, Plin.HN25.70. 3 bearbind, Convolvulus arvensis, Ps.-Dsc.4.13. 4 = κισσός, Hsch., quoting κισσοῦ τε κλυμένοιο Antim.68.
German (Pape)
[Seite 1457] τό, eine Pflanze, Diosc., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κλύμενον: τό, φυτόν τι, Λατ. clymenus, πιθανῶς convolvulus, Διοσκ. 4. 13, Πλίν.· ὁ καρπὸς αὐτοῦ ἐχρησίμευε πρὸς θεραπεὶαν νοσημάτων τοῦ σπληνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6 κἑξ., πρβλ. 9. 8, 6.