κλύμενον

Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A honeysuckle, Loniceraetrusca, Thphr.HP9.8.5,9.18.6, Dsc.4.14.    2 Scorpiurus vermiculata, ib.13, Plin.HN25.70.    3 bearbind, Convolvulus arvensis, Ps.-Dsc.4.13.    4 = κισσός, Hsch., quoting κισσοῦ τε κλυμένοιο Antim.68.

German (Pape)

[Seite 1457] τό, eine Pflanze, Diosc., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλύμενον: τό, φυτόν τι, Λατ. clymenus, πιθανῶς convolvulus, Διοσκ. 4. 13, Πλίν.· ὁ καρπὸς αὐτοῦ ἐχρησίμευε πρὸς θεραπεὶαν νοσημάτων τοῦ σπληνός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 6 κἑξ., πρβλ. 9. 8, 6.