αἰθροβολέω
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
Astrol.,
A = ἀκτινοβολέω (q.v.), c. acc., ib.224.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθροβολέω: ῥίπτω λάμψιν ἐπί τι, φωτίζω τι, μετ’ αἰτ. Μανέθ. 4. 224.