περικάρδιος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, καρσία)

   A about or around the heart, αἷμα Emp.105.3 ; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.) ; σκέπασμα ib. 18.

German (Pape)

[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.